παράδοξος

παράδοξος
παράδοξος, ον (παρά, δόξα; X., Pla.+; ins, pap, LXX; JosAs 28:1 cod. A π. θαῦμα [Bat.]; ApcSed 11:1 p. 134, 10 Ja.; EpArist 175; Philo; Jos., C. Ap. 1, 53 al; Just.; loanw. in rabb.) contrary to opinion or exceeding expectation, strange, wonderful, remarkable. κατάστασις τῆς πολιτείας Dg 5:4. σημεῖον 1 Cl 25:1. Subst. in pl. παράδοξα wonderful things (Lucian, Somn. 14; Aelian, VH 13, 33; Celsus 1, 6; Philo, Mos. 1, 212; Jos., Bell. 4, 238) Lk 5:26; GJs 19:2; 20:3.—OWeinreich, Antike Heilungswunder 1909, 198f.—DELG s.v. δοκάω. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παράδοξος — contrary to expectation masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράδοξος — η, ο / παράδοξος, ον, ΝΑ αυτός που γίνεται παρά προσδοκία, απίστευτος, απίθανος, παράξενος, αλλόκοτος (α. «οι ιστορίες του είναι πάντα παράλογες και παράδοξες» β. «πάνυ γὰρ παράδοξα λέγεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός παθολογικού… …   Dictionary of Greek

  • παράδοξος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμφωνεί με την κοινή γνώμη, που δε γίνεται δεχτός από τη κοινή αντίληψη, ο ασυνήθιστος, ο παράξενος, ο απίθανος, ο απίστευτος: Η ζωή έχει πολλά παράδοξα. Ουσ. παραδοξότητα κάθε παράδοξη περίπτωση, το παράδοξο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραδοξότερον — παράδοξος contrary to expectation adverbial comp παράδοξος contrary to expectation masc acc comp sg παράδοξος contrary to expectation neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξοτέρων — παράδοξος contrary to expectation fem gen comp pl παράδοξος contrary to expectation masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξότατα — παράδοξος contrary to expectation adverbial superl παράδοξος contrary to expectation neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξότατον — παράδοξος contrary to expectation masc acc superl sg παράδοξος contrary to expectation neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδόξως — παράδοξος contrary to expectation adverbial παράδοξος contrary to expectation masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράδοξον — παράδοξος contrary to expectation masc/fem acc sg παράδοξος contrary to expectation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξοτάτη — παράδοξος contrary to expectation fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξοτάτην — παράδοξος contrary to expectation fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”